ονοματοθεσία

ονοματοθεσία
η (Μ ὀνοματοθεσία) [ονοματοθέτης]
καθορισμός ονόματος, ονομασία
νεοελλ.
1. βάπτισμα, απονομή ονόματος
2. καθιέρωση και χρήση ειδικών επιστημονικών και τεχνικών όρων στη γλώσσα («ονοματοθεσία φυτών»)
3. εκκλ. η μικρή ιερή ακολουθία που τελούνταν στον ναό κατά την όγδοη ημέρα από τη γέννηση τού παιδιού και που σήμερα τελείται την πρώτη ημέρα στο σπίτι που βρίσκεται το παιδί μετά την ευχή τής γέννησης ή και στο ναό κατά την ακολουθία τού σαραντισμού ή, το συνηθέστερο, πριν από την τέλεση τού μυστηρίου τής βάπτισης και μετά την ακολουθία τής κατήχησης, αλλ. ονοματοδοσία
4. (λαογρ.) η ονοματοδοσία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὀνοματοθεσία — ὀνοματοθεσίᾱ , ὀνοματοθεσία the giving a name fem nom/voc/acc dual ὀνοματοθεσίᾱ , ὀνοματοθεσία the giving a name fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ονοματοθέσια — ὀνοματοθέσια, τὰ (Μ) [ονοματοθέτης] εορτασμός τής ημέρας κατά την οποία κάποιος πήρε το όνομά του, τα ονομαστήρια τών παιδιών …   Dictionary of Greek

  • ὀνοματοθεσίας — ὀνοματοθεσίᾱς , ὀνοματοθεσία the giving a name fem acc pl ὀνοματοθεσίᾱς , ὀνοματοθεσία the giving a name fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνοματοθεσίαν — ὀνοματοθεσίᾱν , ὀνοματοθεσία the giving a name fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ονομάτιση — η ονοματοθεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ονοματίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικόν Νομοτεχνικόν Λεξικόν] …   Dictionary of Greek

  • ονοματοδοσία — η 1. (νομ.) απόδοση κύριου ονόματος στο τέκνο με κοινή δήλωση τών γονέων στον ληξίαρχο που είναι αρμόδιος και για την καταχώριση τής γέννησης τού τέκνου 2. εκκλ. η ονοματοθεσία …   Dictionary of Greek

  • ονοματοθέτης — ο (Α ὀνοματοθέτης) αυτός που δίνει όνομα σε κάποιον ή σε κάτι νεοελλ. 1. ανάδοχος, νονός 2. αυτός που ασχολείται με την επιστημονική ή τεχνική ονοματοθεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνομα, ατος + θέτης (< τίθημι), πρβλ. ωρο θέτης] …   Dictionary of Greek

  • ονοματοθετικός — ὀνοματοθετικός, ή, όν (Μ) [ονοματοθέτης] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην ονοματοθεσία 2. αυτός που έχει την τάση να δίνει ονόματα …   Dictionary of Greek

  • παρανήτη — ή, ΝΜΑ, και παρανεάτη Α μουσ. (στην ονοματοθεσία τών χορδών και τών βαθμίδων τής κλίμακας) η τετάρτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + νεάτη / νήτη «η κατώτατη χορδή»] …   Dictionary of Greek

  • υπερπαρανήτη — ἡ, Μ μουσ. (στην ονοματοθεσία τών χορδών και τών βαθμίδων τής κλίμακας) η χορδή που βρίσκεται πάνω από την παρανήτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + παρανήτη «η τέταρτη χορδή»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”